Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οπτικοποιώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οπτικοποιώ [optikopió] -ούμαι Ρ10.9 : χρησιμοποιώ οπτικά ή οπτικοακουστικά μέσα για να παρουσιάσω με πιο κατανοητό τρόπο ένα θέμα, κυρίως σε περιπτώσεις διδασκαλίας: Οπτικοποιημένη διδασκαλία / παρουσίαση.

[λόγ. οπτικ(ός) -ο-, οπτικο(ακουστικός) + -ποιώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go