Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οπλοφορώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οπλοφορώ [oploforó] Ρ10.9α : έχω μαζί μου φορητό όπλο, είμαι οπλισμένος: Οπλοφορεί, γιατί απειλείται η ζωή του.

[λόγ. < αρχ. ὁπλοφορῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go