Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οξυγονώνω [oksiγοnóno] -ομαι Ρ1 : εμπλουτίζω μία ουσία με οξυγόνο, το οποίο διαλύω μέσα σ΄ αυτή: Aίμα που δεν οξυγονώνεται ικανοποιητικά.
[λόγ. οξυγόν(ον) -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. oxygéner]