Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οξυγονώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οξυγονώνω [oksiγοnóno] -ομαι Ρ1 : εμπλουτίζω μία ουσία με οξυγόνο, το οποίο διαλύω μέσα σ΄ αυτή: Aίμα που δεν οξυγονώνεται ικανοποιητικά.

[λόγ. οξυγόν(ον) -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. oxygéner]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οξυγόνωση η [oksiγónosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του οξυγονώνω: ~ του νερού. ~ του αίματος, εμπλουτισμός του φλεβικού αίματος με οξυγόνο.

[λόγ. οξυγονω- (δες οξυγονώνω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go