Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ονειροπολώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ονειροπολώ [oniropoló] Ρ10.9α : κάνω όνειρα και, επηρεασμένος από αυτά, ζω σε ονειρική κατάσταση μακριά από την πραγματικότητα: Ονειροπολεί ξαπλωμένος στην πολυθρόνα του. Συλλογιέται την αγαπημένη του και ονειροπολεί.

[λόγ. < αρχ. ὀνειροπολῶ `ονειρεύομαι, εξαπατώ με όνειρα΄ σημδ. γαλλ. rêver, rêvasser]

[Λεξικό Κριαρά]
ονειροπολώ.
  • Ονειρεύομαι, βλέπω όνειρα:
    • (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 859).

[αρχ. ονειροπολέω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go