Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ονειροβατώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ονειροβατώ [onirovató] Ρ10.9α (μόνο στο ενεστ. θ.) : αγνοώ την πραγματικότητα και δεν προσαρμόζω σ΄ αυτήν τις απόψεις ή τις ενέργειές μου· ουρανοβατώ, αιθεροβατώ.

[λόγ. όνειρ(ον) -ο- + -βατώ κατά τα αιθεροβατώ, ουρανοβατώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go