Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ομώνω.
-
- I. (Ενεργ.) ενώνω, συνταιριάζω:
- ομώνει τα (ενν. η φύσις τα πράγματα τα ξεχωρισμένα) ομού εις ένα κορμί και εις μίαν υπόστασιν και εις μίαν δύναμιν (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 17r).
- II. Μέσ.
- 1) Ενώνομαι, συνδέομαι:
- η συνδρομή οπού γίνεται των δύο ουσιών (ενν. του Θεού και της γής) … και ομώνονται και γίνεται ο άνθρωπος (αυτ. φ. 63r).
- 2) Είμαι όμοιος, μοιάζω:
- δεν ομώνονται (ενν. τα άστρα) με κανένα από … τα τέσσαρα στοιχεία (αυτ. φ. 18r).
- 1) Ενώνομαι, συνδέομαι:
[<επίρρ. ομού + κατάλ. ‑ώνω ή αρχ. ομόω]
- I. (Ενεργ.) ενώνω, συνταιριάζω: