Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομόνω [omóno] Ρ αόρ. όμοσα, απαρέμφ. ομόσει : (λογοτ.) ορκίζομαι.
[μσν. ομόνω < αρχ. ὀμ(νύω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. ομοσ- του αρχ. ὄμνυμι, ὀμνύω κατά τα άλλα ρ. σε [-óno] (γραφή -ώνω)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ομόνω· αμόνω· 'μόννω· 'μόνω· ομόννω.
-
- Ορκίζομαι, διαβεβαιώνω με όρκο
- α) (με σύστ. αντικ. ή είδος σύστ. αντικ.):
- (Πεντ. Αρ. XXX 3)·
- όμοσες όρκον φοβερόν να μη [τον] αθετήσεις (Λίβ. N 1507· Ασσίζ. 10113)·
- β) (με αιτιατ.):
- διατί τον Έρωταν κατονομάζεις ψεύτην και ορκοπατείς τό όμοσες …; (Λίβ. Esc. 4022· Ασσίζ. 7322)·
- γ) (με τη λ. ψόμα):
- Ο ζαριστής ουδέν ψηφά ανέν και 'μόσει ψόμα (Σαχλ. N 119)·
- δ) (με δευτερεύουσα πρόταση· συχνά και με γεν. ή αιτιατ. προσώπου) ορκίζομαι σε κάπ. να … ή ότι …:
- 'μόνει τους ότι να είναι πιστός του ρηγός (Βουστρ. 10814· Μαχ. 5028)·
- θέλομεν να ομόσεις, της κόρης να μην λησμονείς (Διγ. Esc. 440)·
- (με εμπρόθ. προσδ. που δηλώνει το πρόσωπο ή το πράγμα στο οποίο ορκιζόμαστε):
- να 'μόσει (ενν. ο ρήγας) απάνω εις το Ευαγγέλιον (Μαχ. 2434· Θησ. (Foll.) I 92), (Χρον. Μορ. P 2038)·
- ε) (με αιτιατ. προσώπου, πράγματος ή αφηρημένης έννοιας) ορκίζομαι σε:
- μη 'μόσεις το όνομα του Κύριου του Θεού σου εις το ψόμα (Πεντ. Έξ. XX 7)·
- να 'μόσω του Έρωτος το τόξον (Λίβ. Esc. 348)·
-
- στ1) απολύτως:
- Γονάτισε και βάλ’ εδώ την χέρα σου και 'μόσε (Φαλιέρ., Ιστ. 735)·
- στ2) (προκ. να δηλωθεί δέσμευση άρχοντα προς υποτελείς και το αντίστροφο· συν. με γεν. προσώπου):
- έμοσεν (ενν. ο ρήγας) επτά φορές πρωτύττερα παρά να στεφθεί (Μαχ. 26219· Διήγ. Αλ. V 56)·
- στ1) απολύτως:
- ζ) (μέσ. μτβ.· με είδος σύστ. αντικ.)
- επάτησες τον όρκο σου όπου είσαι ομοσμένος (Χρον. Μορ. P 5811)·
- (με δευτερεύουσα πρόταση):
- εμαζώχθησαν όλοι και ομοσθήκαν να διώξουσι τον Μιχαήλ (Σταυριν. 788).
- α) (με σύστ. αντικ. ή είδος σύστ. αντικ.):
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ορκισμένος (προκ. για δήλωση υποτέλειας):
- Γινώσκετε, 'μοσμένοι δούλοι του ρηγάτου μας (Μαχ. 50811 (χφ - έκδ. λο‑· χφ Ο χω‑· 'μο <ομο‑ κατά υπόθεση Dawkins)).
[<αόρ. του ομνύω + κατάλ. ‑νω. Ο τ. αμ‑ στο Somav. (λ. ‑ώνω) και σήμ. ιδιωμ. Οι τ. 'μόννω και 'μόνω σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ομ‑ στο Meursius (λ. ωμόννειν) και σήμ. ιδιωμ. Διαφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Somav. (‑ώνω) και σήμ. ποντ.]
- Ορκίζομαι, διαβεβαιώνω με όρκο