Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομφαλοσκοπώ [omfaloskopó] Ρ10.9α : 1. (σπάν.) κάνω ομφαλοσκοπία1. 2. (μτφ.) επικεντρώνω το ενδιαφέρον μου στον εαυτό μου με συνέπεια να αδρανώ ή να αδιαφορώ για τον κοινωνικό περίγυρο.
[λόγ. ομφαλοσκόπ(ος) -ώ]