Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ομοφρονώ
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομοφρονώ [omofronó] Ρ10.9α : (λόγ.) έχω τις ίδιες ιδέες, τις ίδιες απόψεις με κπ.

[λόγ. < αρχ. ὁμοφρονῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
ομοφρονώ.
  • 1) Έχω το ίδιο φρόνημα με κάπ., είμαι ομοϊδεάτης:
    • (Βίος Αλ. 2756).
  • 2) Συμφωνώ με κάπ. (στη λήψη μιας απόφασης):
    • Περί του εγκλήματος τό έμεινεν, διά το μηδέν ομοφρονούσαν οι κριτάδες (Ασσίζ. 1215‑16).

[αρχ. ομοφρονέω. Η λ. και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ)]

[Λεξικό Κριαρά]
ομοφρόνως, επίρρ.
  • Σε συμφωνία (με κάπ.):
    • έχων τας φρένας σου ομοφρόνως προς τον Θεόν, … κυριεύσεις ακωλύτως τας εναντίας δυνάμεις (Φυσιολ. 3709).

[μτγν. επίρρ. ομοφρόνως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go