Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ομονοώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομονοώ [omonoó] Ρ10.9α : βρίσκομαι σε κατάσταση ομόνοιας· (πρβ. μονοιάζω): Όταν οι πολίτες ομονοούν, το κράτος προοδεύει.

[λόγ. < αρχ. ὁμονοῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
ομονοώ.
  • 1)
    • α) Συμφωνώ· συνάπτω συμφωνία, συμμαχία:
      • (Ψευδο-Σφρ. 32041-3221
      • ει μεν ομονοήσωσι (ενν. ο βασιλεύς μετά των Λατίνων), συ αγάπην έχεις μετ’ εκείνου και όρκους (Ψευδο-Σφρ. 3222
    • β) (με τις προθ. μετά + γεν., με + αιτιατ.):
      • βασιλέα Βαλδουίνον … μετά Καρόλου του ρηγός της Ιταλίας και ετέρων αυθεντών ομονοήσαντα (Ψευδο-Σφρ. 16614· Σφρ., Χρον. 11623
    • γ) (μτβ., με επόμ. βουλητική πρόταση):
      • Αυτοί δε οι νέοι αυθεντόπουλοι … ωμονόησαν μετά όρκων αναμεταξύ αυτών, ίνα ως αδελφοί ώσιν από της ώρας εκείνης (Ψευδο-Σφρ. 1929).
  • 2) Έρχομαι σε συνεννόηση· αποφασίζω από κοινού, συμφωνώ:
    • (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 247
    • Οι δε ευρισκόμενοι Ρωμαίοι … ουκ ηδύναντο ομονοήσαι και αντιπαρατάξασθαι τους Ιταλούς (Παράφρ. Χων. (v. Dieten) II 44).

[αρχ. ομονοέω. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go