Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ομαλοποιώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομαλοποιώ [omalopió] -ούμαι Ρ10.9 : επαναφέρω κτ. σε κατάσταση ομαλότητας, κάνω κτ. (πάλι) ομαλό, έτσι ώστε να μπορεί να λειτουργεί ή να εξελίσσεται κανονικά: Για να ομαλοποιηθούν οι σχέσεις των δύο χωρών δεν αρκεί η επέμβαση τρίτων.

[λόγ. ομαλ(ός) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. normaliser]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go