Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομαλοποιώ [omalopió] -ούμαι Ρ10.9 : επαναφέρω κτ. σε κατάσταση ομαλότητας, κάνω κτ. (πάλι) ομαλό, έτσι ώστε να μπορεί να λειτουργεί ή να εξελίσσεται κανονικά: Για να ομαλοποιηθούν οι σχέσεις των δύο χωρών δεν αρκεί η επέμβαση τρίτων.
[λόγ. ομαλ(ός) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. normaliser]