Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολιγωρώ [oliγoró] Ρ10.9α : αμελώ ή καθυστερώ στη λήψη και ιδίως στην εκτέλεση αποφάσεων· δείχνω ολιγωρία: H πυροσβεστική υπηρεσία ολιγώρησε με αποτέλεσμα την ολοκληρωτική καταστροφή του κτιρίου.
[λόγ. < αρχ. ὀλιγωρῶ `δε φροντίζω΄, ελνστ. σημ.: `παραμελώ΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- ολιγωρώ· 'λιγωρώ· παρατ. ελιγωρούσα.
-
- Ά Αμτβ.
- 1)
- α) Χάνω τις αισθήσεις μου, λιποθυμώ:
- λιποθυμώ και ολιγωρώ εκ της πολλής μου πείνας (Προδρ. III 105 χφφ GM κριτ. υπ.· Φλώρ. 1317)·
- (με υποκ. τη λ. ψυχή):
- (Φλώρ. 1519)·
- β) χάνω τις δυνάμεις μου, εξαντλούμαι, υποφέρω· λιγοψυχώ·
- (από πόνο):
- όταν ουν πονεί ο άνθρωπος τους οδόντας αυτού, ουχ υπομένει, αλλ’ ολιγωρεί (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι XIII 10)·
- (από ερωτικό πόθο):
- ο πειρασμός του πόθου … κάμνει τα τα μέλη μου όλα και 'λιγωρούσι (Φαλιέρ., Ιστ. 567).
- (από πόνο):
- α) Χάνω τις αισθήσεις μου, λιποθυμώ:
- 2) Ανυπομονώ, αδημονώ:
- Ανάμενε, μη ολιγωρείς … διότι ο πόθος εις ψυχήν υπομονήν φυτρώνει (Λίβ. Sc. 26).
- 1)
- Β́ Μτβ.
- 1)
- α) Επιθυμώ πολύ κ.:
- πλούτον ποθεί … και ολιγωρά (Φλώρ. 1371)·
- β) (με αντικ. πρόσωπο) επιθυμώ, ποθώ κάπ. ερωτικώς:
- Τέχνη γυναικός δολεροκακομάγου την κόρην τήν ολιγωρείς θέλει σε αποξενώσει (Λίβ. Sc. 1528)·
- γ) (με την πρόθ. για + αιτιατ.) ανυπομονώ, λαχταρώ για κ.:
- Όλοι για την ξεφάντωσιν του πόθου 'λιγωράτε (Φαλιέρ., Ιστ. 457)·
- δ) (με την πρόθ. για + αιτιατ. προσώπου) υποφέρω, «πεθαίνω» από την επιθυμία μου για κάπ.:
- Μα 'ναι ποτέ να μ’ αγαπάς … εσύ που δείχνεις και ψοφάς και ολιγωρείς για μένα; (Φαλιέρ., Ιστ. 464 κριτ. υπ).
- α) Επιθυμώ πολύ κ.:
- 2)
- α) Υποφέρω, στενοχωριέμαι για κ.:
- διά πόθον τόν ολιγωρείς, πολλάκις αν πονέσεις, να αρνήσεσαι τον έρωταν (Λίβ. Sc. 2838)·
- β) (με την πρόθ. εις + αιτιατ.) συμπονώ, συμπάσχω για κ.:
- ολιγωρώ εις τά θλίβεσαι (Λίβ. Sc. 721).
- α) Υποφέρω, στενοχωριέμαι για κ.:
- 1)
[αρχ. ολιγωρέω. Η λ. και σήμ.]
- Ά Αμτβ.