Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ολιγοστεύω· λιγοστεύω· ολιγοστεύγω.
-
- Ά Μτβ.
- 1)
- α) Ελαττώνω, μειώνω (σε αριθμό, ποσότητα ή ένταση):
- να αποστείλω εις εσάς το αγρίμι του χωραφιού … και να ολιγοστέψει εσάς (Πεντ. Λευιτ. XXVI 22 (έκδ. ολιγοστρέψει)· Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 111)·
- Δώσε τους υπομονήν … και ολιγόστευσε τες θλίψες (Χριστ. διδασκ. 440)·
- β) (προκ. για χρόνο) μειώνω σε διάρκεια, συντομεύω:
- (Μαλαξός, Νομοκ. 410).
- α) Ελαττώνω, μειώνω (σε αριθμό, ποσότητα ή ένταση):
- 2) Αφαιρώ μέρος από κ.:
- μη προσμίξετε ιπί το πράμα ος εγώ παραγγέλνω εσάς και μη ολιγοστέψετε από αυτό (Πεντ. Δευτ. IV 2).
- 3) Στερώ, αποστερώ:
- (Πεντ. Έξ. XXI 10).
- 1)
- Β́ Αμτβ.
- 1)
- α) Ελαττώνομαι, μειώνομαι (σε αριθμό, ποσότητα ή ένταση):
- συχνώς πολεμούμενοι οι τα μέρη ταύτα οικούντες χριστιανοί ολιγόστεψαν πολλά (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 254)·
- όλα τα πράγματα, όταν ξοδιάζονται, λιγοστεύουσι (Θεματογραφία 20· Θησ. Ί [163])·
- β) (προκ. για συναίσθημα):
- πότ’ έχουν φόβον μέσα τους και πότε λιγοστεύει (Θησ. Ζ́ [1137]).
- α) Ελαττώνομαι, μειώνομαι (σε αριθμό, ποσότητα ή ένταση):
- 2) Ελαττώνομαι ως προς κ.·
- (εδώ) ανακουφίζομαι:
- να είδ’ αυτό το πρόσωπον τ’ όμορφον … 'πέ τους πόνους μου δαμί να λιγοστέψω (Θησ. Γ́ [828]).
- (εδώ) ανακουφίζομαι:
- 3) Αφαιρούμαι (από ένα σύνολο):
- να ολιγοστέψει η κλερονομιά τους από την κλερονομιά των γονεών μας (Πεντ. Αρ. XXXVI 3).
- 4) (Μεταφ., προκ. για την ψυχή) χάνω τις δυνάμεις μου:
- (Θησ. Γ́ [797]).
- 1)
- Τριτοπρόσ. σε ιδιάζ. χρ. (προκ. να δηλωθεί η ανάγκη σε μάννα των Εβραίων):
- εμέτρησαν με το μέτρο και δεν επέρσεψεν οπού πληθαίνει και οπού ολιγοστεύγει δεν έλειψεν (Πεντ. Έξ. XVI18).
[<επίθ. ολιγοστός + κατάλ. ‑εύω. Ο τ. λι‑ στο Somav. (όπου και τ. λιγοστεύγω) και σήμ. Η λ. στο Somav. (λ. λι‑) και σήμ. ποντ.]
- Ά Μτβ.