Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ολιγοπιστώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολιγοπιστώ [oliγopistó] Ρ10.9α : χάνω (προς στιγμήν) τη θρησκευτική μου πίστη, γίνομαι ολιγόπιστος.

[λόγ. < ελνστ. ὀλιγοπιστῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go