Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οκνώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
οκνώ· γ́ εν. παρατ. όκνιεν.
  • Ά Μτβ.
    • 1)
      • α) Φυγοπονώ, τεμπελιάζω:
        • (Χρον. Τόκκων 1374
        • Μην οκνήσεις … να έλθεις (Διγ. Άνδρ. 36317
      • β) αμελώ, παραμελώ:
        • γράφε, μη οκνήσεις τας γραφάς (Λίβ. Esc. 1364).
    • 2) Αποφεύγω κ. από φόβο:
      • τον πόλεμον οκνούσιν (Καλλίμ. 1055).
  • Β́ Αμτβ.
    • 1)
      • α) Αμελώ:
        • Μηδέν οκνείς και κάμε το (Φαλιέρ., Ιστ. 421
      • β) αδιαφορώ:
        • ανέν και δεν οκνήσει, όποιος διαβάσει το χαρτί εμέ να μακαρίσει (Δαρκές, Προσκυν. [147]).
    • 2) Φοβούμαι, διστάζω, λιποψυχώ:
      • Τω σολνταδών … λέγει να μην οκνήσου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 24211).

[αρχ. οκνέω. Η λ. και διάφ. τ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
οκνώς, επίρρ.
  • Με νωθρότητα:
    • ανεργώς και οκνώς (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Εξήγ. μ (έκδ. εκνώς)).

[<επίθ. οκνός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go