Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οκνεύω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
οκνεύω.
— Βλ. και οκνώ.
  • 1) Αδρανώ, αμελώ:
    • να πιστέψεις τους λόγους … και να μηδέν οκνέψεις (Δεφ., Λόγ. 14· Τριβ., Ρε 347).
  • 2) Τεμπελιάζω:
    • χρεωστώ εγώ να σε δουλεύω … και να μηδέν οκνεύω (Θρ. Κων/π. Βαρβ. 6).
  • 3) (Μτβ.) καθυστερώ, αποφεύγω να κάνω κ.:
    • πες μου το, μην τ’ οκνεύεις (Σκλέντζα, Ποιήμ. 152).

[<επίθ. οκνός + κατάλ. ‑εύω. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. λόγ. (Κριαρ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go