Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οικουρώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οικουρώ [ikuró] Ρ10.9α (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) παραμένω στο σπίτι λόγω ασθένειας ή αδιαθεσίας: Ο διευθυντής μας οικουρεί.

[λόγ. < αρχ. οἰκουρῶ `μένω σπίτι, αποφεύγω τη στρατιωτική υπηρεσία΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go