Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οικοκυρεύω· νοικοκυρεύγω· νοικοκυρεύω· μτχ. παρκ. νοικοκεραμένος· νοικοκυρημένος.
-
- 1) Περιποιούμαι, φροντίζω:
- ενοικοκύρευσεν … τα προαύλια του μοναστηρίου (Χειλά, Χρον. 357· Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1640).
- 2)
- α) Κυβερνώ, διοικώ:
- να μας νοικοκυρέψεις ως καλός μας αφέντης (Μαχ. 37235)·
- β) διευθετώ, διαχειρίζομαι:
- ορδινιάσαν … ιβ́ καβαλλάρηδες της βουλής να νοικοκυρεύγουν τον ρηγάτον (Μαχ. 5949)·
- (εδώ με είδος σύστ. αντικ.):
- το πώς οικοκυρεύω μου την άπασαν οικίαν (Προδρ. II 110).
- α) Κυβερνώ, διοικώ:
- 3) Παντρεύομαι:
- να την νοικοκυρέψεις και να είναι εσέν για γεναίκα (Πεντ. Δευτ. XXI 13).
- 4) (Μεταφ.) εξουσιάζω:
- (Πιστ. βοσκ. II 5, 22).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = παντρεμένος:
- ανήρ πλαγιάζει με γεναίκα νοικοκεραμένη νοικοκέρου (Πεντ. Δευτ. XXII 22).
[<ουσ. οικοκύρης + κατάλ. ‑εύω. Ο τ. ‑εύγω και σήμ. κυπρ. Ο τ. ‑εύω και σήμ. Τ. νοικοκυουρεύγω και νοικοκυουρεύω στο Somav. (λ. νοικοκυουρεύω). Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Περιποιούμαι, φροντίζω: