Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οικίζω [ikízo] -ομαι Ρ2.1 : κατασκευάζω κατοικίες σε μια ακατοίκητη περιοχή, δημιουργώ οικισμό: Παραλίες που, καθώς δεν έχουν οικιστεί, είναι ακόμα καθαρές.
[λόγ. < αρχ. οἰκίζω `ιδρύω αποικία΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- οικίζω.
-
- Ά Μτβ.
- 1) Μετακινώ κάπ. από έναν τόπο και τον εγκαθιστώ σε άλλον, μετοικίζω:
- (Έκθ. χρον. 705)·
- (εδώ προκ. για ολόκληρη πόλη):
- απήραν οι Τούρκοι την Μεσημβρίαν και οίκισάν την εις τον Τζίμονα (Byz. Kleinchron. Á 2143).
- 2) (Προκ. για οικισμό που έχει ερημώσει) εγκαθιστώ νέους κατοίκους σ’ έναν τόπο, εποικίζω:
- (Θησ. Β́ [124]).
- 1) Μετακινώ κάπ. από έναν τόπο και τον εγκαθιστώ σε άλλον, μετοικίζω:
- Β́ (Αμτβ.) εγκαθίσταμαι· κτίζω την κατοικία μου:
- οικίσαι ῃρετίσατο πλησίον του Ευφράτου (Διγ. Gr. 3145 (έκδ. οικήσαι· διόρθ. N. Eideneier)).
[αρχ. οικίζω. Η λ. και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ)]
- Ά Μτβ.