Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οδύρομαι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οδύρομαι [oδírome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) κλαίω γοερά, συνήθ. στην έκφραση κλαίω και ~, επιτατικά, κλαίω απαρηγόρητα.

[λόγ. < αρχ. ὀδύρομαι]

[Λεξικό Κριαρά]
οδύρομαι· 'δύρομαι.
  • Ά (Μτβ.· με αιτιατ. πράγματος) θρηνώ για κ.:
    • (Ερωφ. Δ́ 606).
  • Β́ (Αμτβ.) κλαίω γοερά, θρηνώ:
    • (Χούμνου, Κοσμογ. 126
    • (συν. με τα ρ. κλαίω, θρηνώ, κόπτομαι, στενάζω):
      • έκλαιεν και οδύρετον (ενν. η λυγερή), τα αδέλφια της εζήταν (Διγ. Esc. 182· Λίμπον. 82).
  • Φρ. οδύρεται η καρδία μου = σπαράζω από θλίψη:
    • (Διγ. Άνδρ. 33330).

[αρχ. οδύρομαι. Ο τ. 'δύρομαι ήδη αρχ. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go