Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ογκούμαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ογκούμαι [oŋgúme] Ρ (συνήθ. στο γ' πρόσ.) : (λόγ.) ογκώνομαι: Ογκούται η λαϊκή οργή.

[λόγ. < αρχ. ὀγκοῦμαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go