Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οίδα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οίδα [íδa] Ρ : (λόγ.) κυρίως στις εκφράσεις τις οίδε ή Kύριος οίδε, κανείς δεν ξέρει, είναι τελείως άγνωστο. εν ~ ότι ουδέν ~, ένα μόνο ξέρω, ότι δεν ξέρω τίποτε.

[λόγ. < αρχ. οrδα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go