Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νυχιάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νυχιάζω [nixázo] -ομαι Ρ2.1 : γρατζουνίζω με τα νύχια μου: Tον νύχιασε η γάτα.

[νύχ(ι) -ιάζω (διαφ. το ελνστ. ὀνυχίζω `λιμάρω τα νύχια΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go