Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νυφοστολίζω [nifostolízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ., λογοτ.) ντύνω και στολίζω νύφη.
[νύφ(η) -ο- + στολίζω (πρβ. ελνστ. νυμφοστολῶ `συνοδεύω τη νύφη΄)]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[νύφ(η) -ο- + στολίζω (πρβ. ελνστ. νυμφοστολῶ `συνοδεύω τη νύφη΄)]
© 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |