Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νυμφοστολίζω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
νυμφοστολίζω.
  • Ντύνω και στολίζω νύφη για τη γαμήλια τελετή·
    • (εδώ) ντύνω και στολίζω μια γυναίκα όμορφα σαν να ήταν νύφη:
      • (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 7716).

[μτγν. νυμφοστολίζω. Τ. νυφ‑ σήμ. λαϊκ. (ΛΚΝ)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go