Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νυμφεύω [nimfévo] -ομαι Ρ5.1 : (λόγ.) παντρεύω έναν άντρα, του δίνω γυναίκα για να την παντρευτεί. || (παθ.) παντρεύομαι, για άντρα ή για γυναίκα: Θα νυμφευθούν σε στενό οικογενειακό κύκλο.
[λόγ. < αρχ. νυμφεύω, -ομαι (και για τον άντρα και για τη γυναίκα)]
[Λεξικό Κριαρά]
- νυμφεύω.
-
- (Εδώ μέσ. με ενεργ. σημασ.· η χρ. αρχ.) παντρεύω, δίνω σε κάπ. γυναίκα:
- (Χρονογρ. 251).
[αρχ. νυμφεύω. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- (Εδώ μέσ. με ενεργ. σημασ.· η χρ. αρχ.) παντρεύω, δίνω σε κάπ. γυναίκα: