Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντρεσάρω [dresáro] -ομαι Ρ6 : 1.γυμνάζω ένα ζώο έτσι ώστε να μπορεί να εκτελεί ορισμένες εντολές που του δίνω: Nτρεσάρισε τα σκυλιά του ν΄ αλυχτούν τη νύχτα. 2. (οικ.) εξασκώ κπ. σε μια δουλειά ή σε μια συμπεριφορά με έναν τρόπο συστηματικό, επίμονο και αυστηρό: Tην είχαν τέλεια ντρεσάρει για καμαριέρα. Tα παιδιά του τα έχει ντρεσαρισμένα σαν στρατιωτάκια.
[γαλλ. dress(er) -άρω]