Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντραπάρω [drapáro] Ρ6α μππ. ντραπαρισμένος : τακτοποιώ ένα ύφασμα με τέτοιον τρόπο, ώστε να σχηματίζει μεγάλες, ελεύθερες, καμπυλωτές πτυχές: Tο φόρεμα είναι ντραπαρισμένο στο στήθος / στη μέση.
[γαλλ. drap(er) -άρω]