Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ντραπάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντραπάρω [drapáro] Ρ6α μππ. ντραπαρισμένος : τακτοποιώ ένα ύφασμα με τέτοιον τρόπο, ώστε να σχηματίζει μεγάλες, ελεύθερες, καμπυλωτές πτυχές: Tο φόρεμα είναι ντραπαρισμένο στο στήθος / στη μέση.

[γαλλ. drap(er) -άρω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go