Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ντοπάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντοπάρω [dopáro] -ομαι Ρ6 : 1.δίνω σε κπ. αναβολικά φάρμακα, για να αυξήσει την απόδοσή του σε αθλητικούς αγώνες: Nτοπαρισμένος αθλητής. Δεν επιτρέπεται να ντοπάρουν τα άλογα στις ιπποδρομίες. 2. (μτφ.) χρησιμοποιώ διάφορα καταπιεστικά μέσα, για να αυξήσω την απόδοση κάποιου: Οι μαθητές πηγαίνουν να δώσουν εξετάσεις ντοπαρισμένοι με φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα.

[γαλλ. dop(er) -άρω < αγγλ. dope]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go