Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ντερλικώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντερλικώνω [derlikóno] Ρ1α μππ. ντερλικωμένος : (λαϊκ., μειωτ.) τρώω υπερβολικά, σε σημείο που να πρηστεί η κοιλιά μου. || Mη φωνάζεις, κάτσε πρώτα να ντερλικώσεις, να φας.

[τουρκ. dirlik `άνετη ζωή, πλούτος΄ -ώνω με τροπή του άτ. [ir > er] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go