Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντερλικώνω [derlikóno] Ρ1α μππ. ντερλικωμένος : (λαϊκ., μειωτ.) τρώω υπερβολικά, σε σημείο που να πρηστεί η κοιλιά μου. || Mη φωνάζεις, κάτσε πρώτα να ντερλικώσεις, να φας.
[τουρκ. dirlik `άνετη ζωή, πλούτος΄ -ώνω με τροπή του άτ. [ir > er] ]