Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νταντεύω [dadévo] Ρ5.2α : (οικ.) φροντίζω βρέφος ή μικρό παιδί: H γιαγιά νταντεύει το εγγονάκι της. || (ειρ.): Mεγάλωσε κι ακόμη τον ~. Δεν της φτάνει το ντάντεμα των παιδιών της, έχει να νταντέψει και το γέρο.
[νταντ(ά) -εύω]