Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νοσώ
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοσώ [nosó] Ρ10.9α : 1.(λόγ.) είμαι άρρωστος, ασθενώ 2. (μτφ., για λειτουργία κοινωνικών θεσμών ή οικονομικών δομών) βρίσκομαι σε κακή κατάσταση: H δημοκρατία / η εκπαίδευση / η οικονομία νοσεί και χρειάζεται εξυγίανση.

[λόγ. < αρχ. νοσῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
νοσώ.
  • Είμαι ασθενής:
    • (Προδρ. IV 12-3 χφφ HVPKL κριτ. υπ.
    • φρ. νοσώ την ψυχήν = φοβούμαι, ανησυχώ:
      • (Βίος Αλ. 2996).

[αρχ. νοσέω. Η λ. και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ)]

[Λεξικό Κριαρά]
νοσώδης, επίθ.
  • Άρρωστος·
    • (εδώ ως ουσ.):
      • έξωθεν του ύδατος κάθηται ο νοσώδης (Παϊσ., Ιστ. Σινά 2001).

[αρχ. επίθ. νοσώδης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go