Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νοστιμίζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοστιμίζω [nostimízo] Ρ2.1α : 1.κάνω κτ. νόστιμο· νοστιμεύω1: Tο αλατο πίπερο νοστιμίζει το φαγητό. || γίνομαι νόστιμος: Nοστίμισε το κρέας με το τσιγάρισμα. 2. (μτφ.) κάνω κτ. νόστιμο, χαριτωμένο, κομψό· νοστιμεύω2: Tο γιακαδάκι τη νοστιμίζει πολύ την μπλούζα. Tα κοντά μαλλιά τη νοστιμίζουν. || γίνομαι χαριτωμένος.

[μσν. νοστιμίζω < νόστιμ(ος) -ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
νοστιμίζω· ονοστιμίζω.
  • 1) Κάνω κ. νόστιμο·
    • (εδώ μεταφ.) ωφελώ κάπ. πνευματικά:
      • Ούτος (ενν. ο Τίτος) εστίν έναν διφυή άλας … να ονοστιμίσει πάσαν πνευματικόν άνθρωπον (Μορεζίν., Λόγ. 467).
  • 2) Στο γ́ πρόσ. και με γεν. προσωπ.
    • α) φαίνομαι νόστιμος:
      • καν όσα φας …, εάν μη φάγεις κόπρια, ουδέν σου νοστιμίζει (Διηγ. παιδ. 427
    • β) (μεταφ.) αρέσω, παρέχω ευχαρίστηση:
      • γιατί δεν του νοστίμιζε (ενν. η μελωδία), στέκει απομουδιασμένος (Ριμ. Απολλων. [488]).

[<επίθ. νόστιμος + κατάλ. ‑ίζω· ο τ. <ονόστιμος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go