Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νοσταλγώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοσταλγώ [nostalγó] Ρ10.9α : αισθάνομαι νοσταλγία: ~ την πατρίδα μου. ~ να γυρίσω στο σπίτι μου. Nοστάλγησα τα παιδικά μου χρόνια / τις χαρούμενες συντροφιές μας.

[λόγ. νοσταλγ(ία) -ώ (αναδρ. σχημ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go