Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νομαρχεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νομαρχεύω [nomarxévo] Ρ5.1α : αναπληρώνω νομάρχη στην άσκηση των καθηκόντων του.

[λόγ. νομάρχ(ης) -εύω (πρβ. ελνστ. νομαρχέω δες στο νομάρχης)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go