Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νιώνω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
νιώνω (II),
βλ. νιώθω.
[Λεξικό Κριαρά]
νιώνω (Ι)· νιώννω.
  • Ά (Μτβ.· προκ. για φωτιά) αναζωπυρώνω, «φουντώνω»·
    • (εδώ σε μεταφ.):
      • ο πόθος νιώννει τα λαμπρά σ’ εμένα (Κυπρ. ερωτ. 153).
  • Β́ Αμτβ.
    • 1) (Προκ. για φωτιά) αναζωπυρώνομαι·
      • (σε μεταφ.):
        • Μέσα στα δάκρυα νιώννει τ’ ανέσβηστον καμίνιν (αυτ. 851).
    • 2) Είμαι νέος·
      • (μεταφ.):
        • οι πλήξες σου … επαλιύναν κι εμέναν τώρα νιώννουν (αυτ. 7540).

[<αρχ. νεόω. Ο τ. και σήμ. κυπρ. (Χατζ., Λεξ.). Τ. νε‑, κ.ά. σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. (νει)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go