Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νικελώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νικελώνω [nikelóno] -ομαι Ρ1 : καλύπτω την επιφάνεια ενός μεταλλικού αντικειμένου με λεπτό στρώμα από νίκελ· επινικελώνω.

[λόγ. νίκελ -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. nickeler]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go