Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νεωτερίζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεωτερίζω [neoterízo] Ρ2.1α : εισάγω ή δέχομαι νέες αντιλήψεις, νέα συστήματα που δημιουργούν ριζική ανανέωση σε έναν τομέα δραστηριότητας.

[λόγ. < αρχ. νεωτερίζω (κυρ. στην πολιτική)]

[Λεξικό Κριαρά]
νεωτερίζω.
  • (Μέσ.) μιμούμαι τους νέους, φέρομαι με νεανική ελαφρότητα:
    • Ει μοναχός πράττει τά άπερ οι νεωτεριζόμενοι πράττουσιν, αφοριζέσθω χρόνους γ́ (Μαλαξός, Νομοκ. 210).

[αρχ. νεωτερίζω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go