Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νευριάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νευριάζω [nevriázo] Ρ2.1α μππ. νευριασμένος* : α.ενοχλώ κπ. σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τον κάνω να χάσει την ηρεμία και την ψυχραιμία του· εκνευρίζω: Mε νευρίασες με τις φωνές σου. Mε νευριάζει, γιατί επιμένει ενώ έχει άδικο. β. χάνω την ηρεμία μου και την ψυχραιμία μου εξαιτίας ενός γεγονότος ή μιας συμπεριφοράς που με ενοχλεί πολύ· εκνευρίζομαι: Nευρίασα με την υπάλληλο που άργησε να με εξυπηρετήσει. Είναι πολύ ήρεμος άνθρωπος, δε νευριάζει ποτέ.

[νεύρ(ο) -ιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go