Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νερουλιάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νερουλιάζω [nerulázo] Ρ2.1α μππ. νερουλιασμένος : 1.για φαγητά που έχουν περισσότερα υγρά απ΄ ό,τι πρέπει ή που χάλασε το δέσιμό τους και έβγαλαν νερό: Nερούλιασε η κρέμα. Nερούλιασε το γιαούρτι. 2. (οικ.) για ιστούς του σώματος που χάνουν τη συνεκτικότητά τους, που γίνονται πλαδαροί: Nερούλιασαν τα μάγουλά της. Nερουλιασμένα μπράτσα. ΦΡ νερουλιάζει το μυαλό μου, χάνω την ικανότητα να σκέφτομαι σωστά, συνήθ. εξαιτίας των γηρατειών· ξεμωραίνομαι. νερουλιάζει το αίμα μου, χάνω το δυναμισμό, τη ζωντάνια μου. Στις φλέβες του κυλάει νερουλιασμένο αίμα.

[νερουλ(ός) -ιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go