Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νεκροστολίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεκροστολίζω [nekrostolízo] Ρ2.1α μππ. νεκροστολισμένος : στολίζω ένα νεκρό, κυρίως με λουλούδια.

[νεκρο- + στολίζω (πρβ. ελνστ. νεκροστολῶ `μεταφέρω τους νεκρούς΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go