Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεκρανασταίνω [nekranasténo] -ομαι Ρ αόρ. νεκρανάστησα, απαρέμφ. νεκραναστήσει, παθ. αόρ. νεκραναστήθηκα, απαρέμφ. νεκραναστηθεί, μππ. νεκραναστημένος : 1.(συνήθ. παθ.) ξαναγυρίζω στη ζωή, σηκώνομαι από τον τάφο: Οι Aπόστολοι με δέος είδαν ανάμεσά τους το νεκραναστημένο Xριστό. || (επέκτ.) σώζω κπ. ετοιμοθάνατο. 2. (μτφ.) α. προσπαθώ να ξαναφέρω σε χρήση ένα θεσμό ή μια νοοτροπία που έχει πια εγκαταλειφθεί: Είναι μάταιο να προσπαθούμε να νεκραναστήσουμε παλιούς τρόπους ζωής. β. προσπαθώ να ιδρύσω ξανά κτ. που θεωρείται ότι έχει οριστικά διαλυθεί.
[λόγ.(;) νεκρ(ο)- + ανασταίνω]