Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναυλοχώ [navloxó] Ρ10.9α : για πολεμικό συνήθ. πλοίο που μένει αγκυροβολημένο σε λιμάνι: Kαράβια του στόλου μας ναυλοχούν στο λιμάνι του Πειραιά / στον Πειραιά.
[λόγ. < αρχ. ναυλοχῶ]