Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναρκοθετώ [narkoθetó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.τοποθετώ νάρκες σε μια περιοχή: Nαρκοθετήθηκαν τα σύνορα. Nαρκοθετημένη ζώνη. 2. (μτφ.) παρεμβάλλω στην εξέλιξη μιας διαδικασίας, με ύπουλο τρόπο, εμπόδια που θέτουν σε κίνδυνο την καλή έκβασή της· τορπιλίζω· (πρβ. υπονομεύω).
[λόγ. νάρκ(η) 2 -ο- + -θετώ]