Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νίπτω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νίπτω [nípto] -ομαι Ρ4 : (λόγ.) πλένω. ΦΡ ~ τας χείρας* μου.

[λόγ. < ελνστ. νίπτω (δες στο νίβω)]

[Λεξικό Κριαρά]
νίπτω· νίβγω· μέσ. νίβομαι.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Πλένω μέρος του σώματος (κυρίως τα χέρια ή το πρόσωπο):
        • ηγέρθησαν εκ το φαγίν, τα χέρια των ενίψαν (Σαχλ., Αφήγ. 801· Απόκοπ. 117 κριτ. υπ.
      • β) (θρησκ. προκ. για το Νιπτήρα, βλ. νιπτήρ ‑ας 2):
        • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 347v
      • γ) βοηθώ κάπ. να πλύνει τα χέρια του:
        • ύπαγε νίψε … τον μέγαν οικονόμον (Προδρ. IV 123 χφ C κριτ. υπ).
    • 2) Καθαρίζω από κ., ξεπλύνω:
      • να νίψεις το πρόσωπόν σου από τους πολλούς ιδρώτας (Διγ. Άνδρ. 34625).
    • 3) Ραντίζω, ραίνω με …:
      • η κόρη … ροδόσταμά μοι ένιπτεν μετά χειρών των δύο (Διγ. Z 2938).
    • 4) Βρέχω, μουσκεύω:
      • να κλάψει (ενν. η κυρά) … δάκρυα, το πρόσωπόν της του πόθου να το νίψει (Κυπρ. ερωτ. 9511).
    • 5) Καλλωπίζω, «φτιασιδώνω», μακιγιάρω:
      • άλλον δεν εργάζουνται (ενν. οι πόρνες) ειμή με το νιψίδι να νίψουσι το πρόσωπον, … (Βεντράμ., Γυν. 182).
  • II. Μέσ.
    • 1)
      •  
        • α1) Πλένω τα χέρια ή το πρόσωπό μου, πλένομαι:
          • νίβγεται, καθίζει εις την τάβλα (Σαχλ., Αφήγ. 575
        • α2) (εδώ πιθ.) λούζομαι:
          • όμοσε (ενν. ο Αχιλλεύς) ούτε να φάγει, ούτε να κοιμηθεί, ουδέ να νιφθεί (Τρωικά 53010
      • β) (μτβ.):
        • ας νιπτεί η γυναίκα το πρόσωπόν της (Ιατροσ. 2199
      • γ) (εκκλ. για ιερέα) πλένω τα χέρια μου πριν από τη θεία λειτουργία ή πριν από την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας:
        • (Βακτ. αρχιερ. 188).
    • 2) Καλλωπίζομαι, «φτιασιδώνομαι», μακιγιάρομαι:
      • αλλάσσουσι τας φορεσίας αυτών και στολίζονται και νίβονται παθητικώς (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι V 45
      • φρ. νίβγομαι τ’ αλεύρι = αλείφω το πρόσωπό μου με αλεύρι ανακατεμένο με νερό για καλλωπισμό:
        • (Δεφ., Λόγ. 518).

[αρχ. νίπτομαι· ενεργ. τον 4.-3. αι. π.Χ. Ο τ. νίβγω στο Meursius (‑ειν) και σήμ. κυπρ., όπως και τ. νίβκω. Ο τ. νίβω στο Lampe (μέσ.) και σήμ. λαϊκ. Τ. νίφτω στο Somav. (λ. νίβγω) και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go