Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νέμω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
νέμω· αόρ. ανεμήθη, (Κορων., Μπούας 98).
  • I. Ενεργ.
    • 1) Μοιράζω, απονέμω:
      • (Δούκ. 3316).
    • 2) ?Καταστρέφω, αφανίζω:
      • Η απορία του του Σαμψού ένεμε τέτοιον στύλο (Συναξ. γυν. 230).
  • II. Μέσ.
    • 1) Καρπώνομαι, απολαμβάνω:
      • (Κορων., Μπούας 66).
    • 2) Κατοικώ:
      • (Φυσιολ. (Sbord.) 12315 κριτ. υπ).

[αρχ. νέμω. Το μέσ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go