Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καρποφορώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρποφορώ [karpoforó] Ρ10.9α : 1. παράγω, δίνω καρπούς: H ελιά δεν καρποφορεί κάθε χρόνο. 2. (μτφ.) για ενέργεια, δραστηριότητα που έχει θετικά αποτελέσματα: Δεν καρποφόρησαν οι προσπάθειές τους / οι διαπραγματεύσεις.

[λόγ. < αρχ. καρποφορῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
καρποφορώ.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ (Αμτβ.) παράγω καρπούς:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 58024).
    • Β´ Μτβ.
      • 1) Κερδίζω, αποκτώ:
        • να καρποφορήσεις την βασιλείαν των ουρανών (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2409).
      • 2) Αποδίδω ως καρπό·
        • (μεταφ.) γεννώ:
          • Η Παρθένος … εκαρποφόρησε τον … Χριστόν (Ροδινός 119).
  • II. (Μέσ.) προσφέρω:
    • άγγελος … ύμνον καρποφορείται (Παϊσ., Ιστ. Σινά 946).

[αρχ. καρποφορέω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go