Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καρπίζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρπίζω [karpízo] Ρ2.1α μππ. καρπισμένος : 1. (οικ.) παράγω καρπούς 1· καρποφορώ1: Kαρπίζει η γη. Δεν κάρπισε φέτος το αμπέλι. Kαρπισμένο δέντρο. 2. (μτφ., λαϊκότρ., λογοτ.) αποφέρω καρπούς13, θετικά αποτελέσματα.

[αρχ. καρπίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
καρπίζω.
  • Α´ Μτβ.
    • 1) Κάνω κ. να καρποφορήσει:
      • τσι σπορές καρπίζεις (Πανώρ. Δ´ 285).
    • 2) Φέρνω καρπούς·
      • (εδώ μεταφ.):
        • εκάρπισεν (ενν. ο Ιησούς Χριστός) την σωτηρίαν μας (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 407).
  • Β´ Αμτβ.
    • 1) Παράγω καρπούς:
      • την αγκινάρα την ξερή εγώ ’δα να καρπίσει (Πανώρ. Γ´ 309).
    • 2) (Μεταφ.) φέρνω αποτέλεσμα:
      • ποιες κοπανιές κομπώνουσι, ποιες κοπανιές καρπίζου (Ερωτόκρ. Δ´ 1571).

[αρχ. καρπίζω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go