Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καρκινοβατώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρκινοβατώ [karkinovató] Ρ10.9α : οπισθοδρομώ ή προχωρώ με πολύ βραδύ ρυθμό ένα έργο που έχω αναλάβει, μια εργασία με την οποία καταγίνομαι: Όταν οι εταίροι μας κάνουν άλματα, εμείς καρκινοβατούμε.

[λόγ. < αρχ. καρκινοβάτ(ης) `που περπατάει σαν τον κάβουρα΄ ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go